- ὀκταέδρου
- ὀκτάεδρονeight-sidedneut gen sgὀκτάεδροςeight-sidedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος … Dictionary of Greek
ημιεδρία — Ιδιότητα των κρυστάλλων, η συμμετρία των oποίων είναι το μισό της συμμετρίας του κρυσταλλικού τους πλέγματος. Κλασική περίπτωση είναι το τετράεδρο που έχει τις μισές έδρες του οκτάεδρου και τις ίδιες παραμετρικές σχέσεις (1:1:1), ενώ τα στοιχεία… … Dictionary of Greek
θεαίτητος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθηματικός (4ος αι. π.Χ.). Πέθανε νεότατος από αρρώστια που του μεταδόθηκε στον πόλεμο. Από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, που είναι αφιερωμένος σε αυτόν, συνάγεται ότι υπήρξε μαθητής του Θεόδωρου του Κυρηναίου και … Dictionary of Greek
μοντμοριλλονίτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροφυλλιτών, με κρυσταλλική δομή, που συγγενεύει με των μαρμαρυγιών. Ο χημικός του τύπος είναι (Al,Fe,Mg)4(OH)4Si8Ο20 και μέσα στον κρύσταλλο το αργίλιο (Al) βρίσκεται στο κέντρο ενός οκτάεδρου και μπορεί να αντικατασταθεί… … Dictionary of Greek
οκταεδρικός — ή, ό (Α ὀκταεδρικός, όν) [οκτάεδρος] αυτός που έχει σχήμα οκταέδρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταεδρικόν γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες, το οκτάεδρο … Dictionary of Greek